ομοιοπαθητική

ομοιοπαθητική
(Ιατρ.). θεραπευτική θεωρία, σύμφωνα με την οποία οι διάφορες παθήσεις θεραπεύονται με τη χορήγηση ουσιών ή γενικότερα με την εφαρμογή μέσων ικανών να αναπαράγουν τα συμπτώματα της πάθησης. Η θεμελιώδης αρχή της ο. περιλαμβάνεται στο περίφημο αξίωμα similia similibus curantur (όμοια ομοίοις ιώνται) που διατύπωσε ο Χάνεμαν (1755-1843) κατά την ανακοίνωση της θεωρίας, της οποίας θεωρείται θεμελιωτής. Κατά τον Χάνεμαν πρέπει πρώτα να τεθούν υπό έλεγχο τα αρχικά συμπτώματα της πάθησης πριν προκληθούν ανεπανόρθωτες βλάβες, με σύγχρονη πάντοτε προσπάθεια να αξιοποιούνται οι φυσικές θεραπευτικές ικανότητες του οργανισμού, οι μόνες ικανές να επιφέρουν την ίαση. Ένας άλλος κανόνας της ο. είναι ότι τα φάρμακα δρουν πιο αποτελεσματικά σε πολύ μικρές δόσεις, γι’ αυτό και πρέπει να χορηγούνται σε πολύ αραιά διαλύματα· ο ίδιος ο Χάνεμαν πρότεινε και εφάρμοσε την παρατεταμένη ανατάραξη των διαλυμάτων για να αυξήσει την ισχύ τους επί της ζωτικής δύναμης του οργανισμού, την ύπαρξη της οποίας υποστήριζε. Από την εποχή του ιδρυτή της μέχρι σήμερα η ο. δεν έγινε αποδεκτή από την επίσημη ιατρική· διατήρησε ωστόσο μέχρι σήμερα ακέραιες τις αρχές της και οι υποστηρικτές της είναι ακόμα πολυάριθμοι· η επιβίωση της θεωρίας αυτής είναι απόδειξη, ότι, εκτός από ορισμένες ακραίες ερμηνείες, βασίζεται σε μερικές αλήθειες αναγνωρισμένες και πειραματικά. Τέτοιες είναι,για παράδειγμα, οι ειδικές δράσεις των αραιωμένων φαρμάκων, η σημασία της αντίδρασης του οργανισμού στην όλη εικόνα της νόσου, η αξία των κανόνων υγιεινής και δίαιτας κ.ά.· ο Χάνεμαν πρέπει πάντως να αναγνωριστεί, εκτός των άλλων, ότι πρότεινε να χορηγείται ένα μόνο φάρμακο κάθε φορά, για να παρακολουθούνται καλύτερα τα αποτελέσματα του, και παραδεχόταν τα αποτελέσματα των φαρμάκων μόνο αφού είχαν δοκιμαστεί πειραματικά και στον ανθρώπινο οργανισμό, πιστεύοντας ότι οι αντιδράσεις των διάφορων πειραματόζωων είναι διαφορετικές από εκείνες του ανθρώπου. Αυτές οι δύο αρχές θεραπευτικής υποστηρίχτηκαν σε μια εποχή, που η ιατροχημική και η ιατρομηχανική πρότειναν μυστηριώδη θεραπευτικά τεχνάσματα και συνέβαλαν πολύ στην επανεκτίμηση των φαρμακολογικών κριτηρίων. Τέλος πρέπει να αναφερθεί ότι ορισμένες αρχές της ο. χρησιμοποιούνται ευρέως από την κλασική ιατρική όπως οι ζεστές κομπρέσες στις οξείες φλεγμονώδεις εξεργασίες, οι εμβολιασμοί με ζώντα μικρόβια, που δρουν διά της πρόκλησης ελεγχομένης νόσου, και οι μέθοδοι απευαισθητοποίησης και αυτοαιμοθεραπείας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομοιοπαθητικός — ή, ό, θηλ. ως ουσ. και ός 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοιοπάθεια ή στον ομοιοπαθή 2. το θηλ. ως ουσ. η ομοιοπαθητική θεραπευτική αντίληψη και αγωγή κατά την οποία χορηγούνται σε απειροελάχιστες δόσεις στον ασθενή ουσίες, που, σε… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… …   Dictionary of Greek

  • μεταχειρίζομαι — (ΑΜ μεταχειρίζομαι, Α σπαν. και ενεργ μεταχειρίζω, Μ και μεταχειρίζω και μεταχερίζομαι και ματαχερίζομαι) 1. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, χειρίζομαι («μεταχειρίστηκα το φτυάρι για να σκαλίσω τη γη») 2. (συν. με επίρρ.) φέρομαι σε κάποιον με τον έναν… …   Dictionary of Greek

  • ομοιοθεραπεία — η ομοιοπαθητική …   Dictionary of Greek

  • ομοιοπάθεια — η (Α ὁμοιοπάθεια) το να βρίσκεται κάποιος στην ίδια κατάσταση με άλλον ή το να παθαίνει κανείς τα ίδια δεινά με κάποιον άλλον νεοελλ. η ομοιοπαθητική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοιοπαθής. Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • παθογενεσία — η ιατρ. το σύνολο τών σημείων και συμπτωμάτων τα οποία προκαλούνται σε ένα υγιές άτομο από ουσία οργανική, μεταλλική ή φυτική ή από θεραπευτική εφαρμογή τών ουσιών αυτών σε ομοιοπαθητική δόση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pathogenesie… …   Dictionary of Greek

  • σεδίνη — η, Ν (βιοχ.) αλκαλοειδές που περιέχεται στο φυτό σέδο και κυρίως στο είδος Sedum acre, έχει δριμεία γεύση και η απορρόφησή του από τον οργανισμό μπορεί να προκαλέσει παράλυση ή και θάνατο ακόμη, αλλά και που χρησιμοποιείται ως φάρμακο στην… …   Dictionary of Greek

  • φαρμακολογία — Επιστήμη που μελετά τις ουσίες που έχουν την ικανότητα να προκαλούν λειτουργικές μεταβολές στα κύτταρα και στους οργανισμούς. Η φ. δεν περιορίζεται στη μελέτη των θεραπευτικών ουσιών, αλλά επεκτείνει το ενδιαφέρον της και στα δηλητήρια και στις… …   Dictionary of Greek

  • αλλοπαθητική μέθοδος θεραπείας — Θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία χρησιμοποιούνται φάρμακα που προκαλούν συμπτώματα αντίθετα από αυτά που θέλουν να θεραπεύσουν. Ο όρος χρησιμοποιείται μόνο σε αντίθεση με την ομοιοπαθητική μέθοδο θεραπείας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”